- μπουκέτο
- το(λ. γαλλ.), η ανθοδέσμη: Μου έφερε για τη γιορτή μου ένα μπουκέτο λουλούδια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπουκέτο — Εβδομαδιαίο περιοδικό που κυκλοφορούσε τη περίοδο του Μεσοπολέμου. Εκδότης και ιδρυτής του ήταν ο Κωνσταντίνος Θεοδωρόπουλος. Το περιοδικό αυτό ήταν το πρώτο με το σχήμα και τη μορφή των σημερινών περιοδικών ποικίλης ύλης. Γραφόταν στη δημοτική… … Dictionary of Greek
μπουκετάρω — [μπουκέτο] δένω άνθη σε μπουκέτο, σχηματίζω ανθοδέσμη … Dictionary of Greek
ανθοδέσμη — Η ταξινόμηση των λουλουδιών με κατάλληλο συνδυασμό χρωμάτων και σχήματος, έτσι ώστε να αποτελούν αρμονικό σύνολο, ευχάριστο από αισθητική άποψη. Μία από τις προϋποθέσεις για την επιτυχημένη κατασκευή α. είναι ο τονισμός του φυσικού κάλλους του… … Dictionary of Greek
αρχέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρακλείδης, γιος του κατακτητή του Άργους Τημένου, που τον έδιωξαν οι αδελφοί του και πήγε στον βασιλιά της Μακεδονίας Κισσέα. Εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει σύζυγο την κόρη του, αν τον βοηθούσε σε μια δύσκολη… … Dictionary of Greek
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek
μπουκέ — και μπουκέτο, το το ιδιαίτερο άρωμα κάθε κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bouquet] … Dictionary of Greek
Αναγνώστου-Μπουκουβάλα, Ιωάννα — (Κάιρο 1904 – Αθήνα 1992). Μουσικός, φιλόλογος, δημοσιογράφος και συγγραφέας. Σπούδασε μουσική στο Ωδείο Αθηνών και φιλολογία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ έκανε μεταπτυχιακές φιλολογικές και μουσικολογικές σπουδές στο… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Λεονάρντο ντα Βίντσι — (Leonardo da Vinci, Βίντσι Φλωρεντίας 1452 – Πύργος του Κλου, Αμπουάζ 1519). Ιταλός ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός, ανατόμος, φυσιολόγος, βοτανολόγος, φυσικός, φιλόσοφος, μουσικός και λογοτέχνης. Νόθος γιος του συμβολαιογράφου Σερ… … Dictionary of Greek
Παπανικολάου, Μήτσος — (Ύδρα 1900 – Πειραιάς 1943). Έλληνας ποιητής. Την πρώτη λογοτεχνική του εμφάνιση την έκανε στη Διάπλαση των Παίδων του Ξενόπουλου, με το ψευδώνυμο «Νικητής της αύριον» (που έμελλε να έχει μια τραγική διάψευση). Για χρόνια κράτησε τη θέση του… … Dictionary of Greek